- αλαφρόλογος
- η , ο 1. болтливый, пустой;2. (ο ) пустомеля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφρόλογος — η, ο αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια, ο μωρολόγος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
ελαφρόλογος — η, ο ο αλαφρόλογος, αυτός που λέει ελαφρά, επιπόλαια λόγια … Dictionary of Greek